- ἰατροσοφιστῇ
- ἰατροσοφιστήςprofessor of medicinemasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰατροσοφιστῆι — ἰατροσοφιστῇ , ἰατροσοφιστής professor of medicine masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιατροσοφιστικός — ἰατροσοφιστικός, ή, όν (Α) [ιατροσοφιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού ιατροσοφιστή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰατροσοφιστική η τέχνη τού ιατροσοφιστή … Dictionary of Greek
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek